- πρόρυτος
- πρόρῠτος, ον, ([etym.] ῥέω)A flowing forth or first, prob. in Gp.9.19.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόρυτος — ον, Μ [προρέω] αυτός που ρέει προς τα εμπρός ή προς τα έξω … Dictionary of Greek